τρίχας

τρίχας
ο бран. пустое место (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τρίχας" в других словарях:

  • τριχάς — the song thrush fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχας — ο, Ν [τρίχα (ΙΙ)] (με επιτιμητική σημ.) άνθρωπος που λέει ανοησίες, τιποτένιος, ελεεινός …   Dictionary of Greek

  • τριχάς — άδος, ἡ Α είδος ωδικού πτηνού, η τσίχλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. τροχ άς)] …   Dictionary of Greek

  • τρίχας — ο άνθρωπος ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμινός: Κάθεσαι και κουβεντιάζεις μ αυτόν τον τρίχα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίχας — θρίξ hair fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχά — τριχάς the song thrush fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχάδα — τριχάς the song thrush fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλιά — Το σύνολο των τριχών οι οποίες καλύπτουν το κρανίο του ανθρώπου. Το χρώμα, η όψη και το πάχος της τρίχας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των διάφορων φυλών και χρησιμεύουν σε ανθρωπολογικές μελέτες. Το χρώμα, που οφείλεται σε κόκκους χρωστικής… …   Dictionary of Greek

  • власъ — ВЛАС|Ъ (148), А с. 1.Волос: власи главьнии вьси иштьтени соуть. (αἱ τρίχες) Изб 1076, 128; и за власы имъше и. и тако пьхающе влачахоути и. ЖФП XII, 44б; растьрзаша ризы сво˫а. и власы сво˫а обръваша и пьрстию посыпавъше ЧудН XII, 67б; аще хотѩть …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»